- παρέμπτωσις
- παρέμπτωσιςinfluxfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεμπτώσει — παρέμπτωσις influx fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρεμπτώσεϊ , παρέμπτωσις influx fem dat sg (epic) παρέμπτωσις influx fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμπτώσεις — παρέμπτωσις influx fem nom/voc pl (attic epic) παρέμπτωσις influx fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέμπτωσιν — παρέμπτωσις influx fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέμπτωση — η / παρέμπτωσις, ώσεως, ΝΑ [παρεμπίπτω] νεοελλ. ιατρ. διαταραχή στον παλμό τών αρτηριών, ανώμαλος σφυγμός αρχ. 1. (για υγρό) εισροή, διείσδυση 2. σύμπτωση, συμβάν 3. γραμμ. α) παρεμβολή λέξεων, σκέψεων, γραμμάτων β) υπονοούμενο 4. ιατρ. (για… … Dictionary of Greek
παρεμπτώσεως — παρεμπτώσεω̆ς , παρέμπτωσις influx fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)